λιθομανία

λιθομανία
λιθομανία, ἡ (Α)
η μεγάλη αγάπη για τις λίθινες οικοδομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + μανία (< μαίνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть I — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος] (сер. IV в., Антиохия (ныне Антакья, Турция) 14.09. 407, Команы Понтийские (около совр. сел. Гюменек близ г. Токат, Турция)), свт. (пам. 27 янв., 14 сент., 13 нояб.; 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам. зап. 27… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”